- φυτογεωγραφία
- η география растений, ботаническая география, фитогеография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτογεωγραφία — Κλάδος της βιογεωγραφίας, που ασχολείται με τη μελέτη της κατανομής των φυτικών ειδών πάνω στη Γη. Πολυάριθμοι είναι οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξη ή μη, σε μια περιοχή που έχει καθοριστεί, ορισμένων φυτικών ενώσεων, αλλά δύο… … Dictionary of Greek
φυτογεωγραφία — η τμήμα της βοτανικής που μελετά τη γεωγραφική κατανομή των φυτών, καθώς και τις σχέσεις των φυτών μεταξύ τους και προς το περιβάλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιογεωγραφία — Η επιστήμη που ασχολείται με τη γεωγραφική εξάπλωση των έμβιων όντων. Διακρίνεται στη ζωογεωγραφία και στη φυτογεωγραφία. Η β. δεν επιδιώκει απλώς να γνωρίσει και να κατατάξει σε πίνακες τα έμβια είδη στις ιδιαίτερες περιοχές τους, αλλά αναζητά… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
φυτογεωγραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία 2. φρ. «φυτογεωγραφικά βασίλεια» βιολ. οι κύριες γεωγραφικές διαιρέσεις τού κόσμου με βάση την χαρακτηριστική σύνθεση τής χλωρίδας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
Ινσουβρία — Ονομασία που χρησιμοποιείται ορισμένες φορές για να υποδηλώσει την περιοχή όπου κατοικούσαν οι αρχαίοι Ίνσουβροι. Χρησιμοποιείται και ως φιλολογικό συνώνυμο της Λομβαρδίας με αναφορά στους νεότερους χρόνους. Στη φυτογεωγραφία Ι. ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
φυτογεωγραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογεωγραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογεωγραφίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)